ΗΘΙΚΟΝ ΔΙΔΑΓΜΑ

Ο ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΑ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ







Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Παπανικολάου Δημήτριος 1908-1994

Ένας άνθρωπος, που η ζωή του αποτελεί τη επιτομή μιας πλευράς της ιστορίας του εικοστού αιώνα στη Βόρεια Ελλάδα. Και μάλιστα όχι αυτή που γράφουν τα επίσημα βιβλία, αλλά του απλού περαστικού της ζωής, που έπεσε πάνω στις νάρκες, καθώς δεν είχε χάρτη. Δεν είχε τη στόφα ρυθμιστή, ήταν ένας εργάτης καταστάσεων, με πάθη και κάψα για την Ιδέα. Παλιά την έλεγαν και ιδεολογία, αλλά φύγαν τα λόγια, λιώσαν με τον καιρό κι έμεινε μόνη κι έρμη η ιδέα. Έχω μια ιδέα, λέμε, τι να την κάνω; Φύλαξέ τη για αργότερα, απαντάει ο χρόνος. Άμα τη δουλέψεις και την εφαρμόσεις σε λάθος στιγμή, θα χαλάσει. Έτσι και ο Παπανικολάου Δημήτριος, όπως και εκατομύρια άλλοι φαντάζομαι, παίξαν στη λάθος στιγμή κι έχασαν. Ή όπως λέει και κάποιος "πόνταραν στη λάθος μοιρασιά".

Η ζωή του ξεκινάει σ' ένα χωριό του Ν. Καβάλας. Όταν ήταν 4 μηνών, Βούλγαροι κομιτατζήδες μπήκαν σπίτι του σκότωσαν τους γονείς του, έβαλαν φωτιά σπίτι του και ίσα ίσα μια θειά πρόλαβε και τον έστειλε σ'ένα μοναστήρι ψηλά, για να γλυτώσει. Εκεί έμεινε ντυμένος κοριτσάκι ως τα 5-6 του. Μετά κατέβηκε Καβάλα να πάει σχολείο, με το θείο του Νικόλαο, ιταλοσπουδαγμένο δάσκαλο, με συμμετοχή στις πρώτες σοσιαλιστικές απεργίες του Τορίνο. Ήδη από το δημοτικό κατηχήθηκε και μυήθηκε σε αρχές και δόγματα, που ούτε κι ο ίδιος θα καταλάβαινε. Τον έστελναν λοιπόν μέρα παρά μέρα 10 χιλιόμετρα βάδην έξω από την Καβάλα να παίρνει από ένα μυστικό σημείο 2-3 φύλλα του "Ριζοσπάστη" (έτος ίδρυσης 1917 νομίζω), αφού απαγορευόταν.


Όταν ήρθε ο Βενιζέλος για προεκλογική περιοδεία στην πόλη το 1920, ήταν από τα παιδιά που ήταν μπροστά-μπροστά στο λιμάνι για να σημαδεύουν καλύτερα .....με τις πέτρες, το καράβι που τον έφερνε. Αντιβενιζελικός λοιπόν, αντιβασιλικός επίσης, μονίμως κυνηγημένος, παντού κατατρεγμένος. Όταν πήγε φαντάρος 17 χρονών, (που αλλού) στο Καλπάκι Ιωαννίνων, είχε ήδη φάκελο. Θηριώδης σαν βουνό, τέρας δύναμης, έλιωνε τις πέτρες, τον έβαζαν και πότιζε τα τηλεγραφόξυλα, "να μεγαλώσουν", από την ώρα που ξυπνούσε μέχρι που έπεφτε από τη ζέστη. Με το που απολύθηκε, άρχισαν οι εξορίες. Πάγκαλος θες, Κονδύλης θες, Μεταξάς θες. Από Άη-Στράτη και Γυάρο, έως Λέρο και Λήμνο, μέχρι Κέρκυρα και Μακρόνησο. Πολύ ξύλο, λέει ο ίδιος.


Στα ενδιάμεσα, προλαβαίνει να πάει Θεσσαλονίκη, προλαβαίνει να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, δύο κορίτσια (τα οποία δεν τα πλησίαζε άντρας, σε απόσταση 50 μέτρων, επειδή τρέμαν τον "μπαμπά"), πιάνει δουλειά στην "ΑυστροΕλληνική" Εταιρεία παραγωγής, επεξεργασίας και εξαγωγής καπνού, γνωρίζει και γίνεται φίλος με το Γραμμένο Καραμανλή, αδερφό του Κων/νου. Η Ιδέα ιδέα όμως. Οργανώνει το συνδικάτο με τους καπνεργάτες, κατεβαίνει σε πορείες, στις 9 του Μάη το '36 στη Θεσσαλονίκη ήταν παρών, μιλάει με τον Παρτσαλίδη, ανήσυχος, ταγμένος στο σκοπό που θεωρεί σωστό. Ο Β'ΠΠ το βρίσκει σε άδεια μεταξύ φυλακών.


Στέλνεται στην Αλβανία, τρελαίνεται, ξαναλογικεύεται, σκοτώνει, ξανασκοτώνει-έριχνε χειροβομβίδες από τα δέντρα στους Γερμανούς που τους ψάχναν. Τον είχε εντυπωσιάσει πολύ η εκπαίδευση που πήρε από Εγγλέζους κομμάντο, στα όπλα, στον "ασύντακτο πόλεμο" όπως τον έλεγαν, και στη φοβερή τους πειθαρχία. Είχε κι έναν φίλο το Ρόμπερτ ή "Μπόμπερ", που μιλούσαν στο τηλέφωνο μέχρι το '70. Ύστερα ενώνεται με τους άλλους αντάρτες, γυρίζει στο Πάϊκο, όπου και δραστηριοποιείται στον Εμφύλιο.


Κάποια στιγμή, περίπου το '46 φεύγει Γιουγκοσλαβία, για να κρυφτεί, εκεί τους διώχνουν, και μαζί με άλλους τρεις περπατάν με τα πόδια και σε 12 μέρες περπάτησαν πίσω από το Χορτιάτη, φτάνοντας Θεσσαλονίκη. Εκεί μπαίνουν στην ΟΠΛΑ, μια ομάδα σαν αριστερή πολιτοφυλακή, που προστάτευε συντρόφους από τον Αντών Τσαούς και την παρέα του, άλλους μπουραντάδες. Ξαναγυρίζει στο Πάϊκο ως καπετάνιος για μια τελευταία φορά, εκεί σε μια μάχη, ανταλλάσσει μηνύματα μέσω ασυρμάτου με το Φλωράκη, για λίρες, σχέδια μάχης, κ.ά. Σε κάποια στιγμή και αφού έχει αποδεκατιστεί η ομάδα του, σε ερώτηση για υποχώρηση ώστε να σωθούν έστω λίγοι, η απάντηση του Χαρίλαου ήταν αποστομωτική. "Δε με νιάζει, να πεθάνετε όλοι μέχρι ενός....".


Τέλος εμφυλίου, πίκρα, ξανά-μανά φυλακή. Πηγαίνει ο αδερφός του, που ήταν στρατιωτικός, να τον αποφυλακίσει. Μόλις το βλέπει, ο Παπανικολάου Δ. λέει στους δεσμοφύλακες "Δεν τον ξέρω τον κύριο". Ο αδερφός του τρελαίνεται, βγάζει το περίστροφο να τον καθαρίσει, τον κρατάνε, αλλά προλαβαίνει και πυροβολάει, τον πετυχαίνει στον ώμο ξυστά. Μικρός τραυματισμός, μεγάλη σκηνή.
Αποφυλακίζεται μετά τη δίκη Μπελογιάννη με βούλευμα, μετά 2 μήνες ένας χαφιές που τον αναγνώρισε στη Θεσσαλονίκη τον "έδωσε" γιατί είχε φάει παλιά ξύλο. Ξανά Γυάρος, επιστροφή μετά από 4 χρόνια, δουλειά. Επί Καραμανλή λίγο τον αφήσαν ήσυχο, αλλά επειδή έτρεχε με την ΕΔΑ, ξαναβρίσκεται σε κρατητήρια "ύποπτος αντεθνικών εκδηλώσεων". "Διότι δε συννεμορφώθη προς τας υποδείξεις" ξαναστέλνεται στον Αϊ-Στράτη, γυρίζει επί Παπανδρέου και συλλαμβάνεται από τους πρώτους 25 Απρίλη 1967. Εκεί αναλαμβάνει δράση ο γαμπρός του εξ'αγχιστείας, φιλοχουντικός και πείθει τους κρατούντες ότι "πλέον γέρασε, έβαλε μυαλό, θα κάτσει στ' αυγά του". Και όντως έτσι έγινε.
Το 1968 παντρεύεται τη γιαγιά μου. Εγώ το γνώρισα πολύ αργά, το θυμάμαι από το '77, τον αναγνώρισα ως σπουδαία προσωπικότητα λίγα χρόνια πριν το θάνατό του. Δίπλα στο κρεβάτι του, μέρα-νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι, είχε τα βιβλία του Μίσσιου και την απολογία του Ζαχαριάδη, όπως άλλοι έχουν τη Βίβλο ή κανα πορνοπεριοδικό. Πρόλαβε κι έζησε το τέλος του "υπαρκτού;;"-αμφιβάλλω-σοσιαλισμού, έφτυνε στην τηλεόραση όταν έβλεπε το Γκορμπατσόφ, και όταν το ρωτούσες "αν θα ξαναγεννιόσουν τι θα διάλεγες", απαντούσε "Δε θα διάλεγα τίποτε. Όπως και τότε, δεν το διάλεξα εγώ, ο κομμουνισμός με διάλεξε".
Στα οικογενειακά γλέντια που κάναμε, ξεκινούσε με τσίπουρο-3 μισές, ρετσίνα-5,6 μαλαματίνες, μπύρα-10,12 Χέννινγκερ, κι αν του 'βαζες βότκα δεν έλεγε όχι. Όταν με ρωτούσε "Τι θα πιώ" και έλεγα "νερό", έλεγε: " Νερό πίνουν μόνο τα βόδια!!". Αν καθήσω να γράψω αναλυτικά τις πρόχειρες σημειώσεις που έχω απ' τον παππού, από κουβέντες, κασετόφωνα, άτυπες συνεντεύξεις, μπορεί και να συμπλήρωνα 50-60 σελίδες, μόνο η απλή αφήγηση, όχι σάλτσες και τέτοια.
Αυτός ήταν εν συντομία ο Παπανικολάου Δημήτριος, ο Παππούς Μήτσος.